αὐδῶ

αὐδῶ
αὐδάομαι
utter sounds
imperf ind mp 2nd sg (doric)
αὐδάομαι
utter sounds
pres imperat mp 2nd sg
αὐδάομαι
utter sounds
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
αὐδάω
utter sounds
imperf ind mp 2nd sg (doric)
αὐδάω
utter sounds
pres imperat mp 2nd sg
αὐδάω
utter sounds
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
αὐδάω
utter sounds
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
αὐδάω
utter sounds
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
αὐδάω
utter sounds
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
αὐδάω
utter sounds
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
αὐδάζομαι
cry out
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αυδώ — αὐδῶ ( άω) (Α) [αυδή] 1. προσφέρω φθόγγους, αρθρώνω, μιλώ 2. φωνάζω, κραυγάζω 3. (για χρησμούς) προφητεύω, χρησμοδοτώ 4. λέγω κάτι σε κάποιον, απευθύνομαι, προσφωνώ 5. επικαλούμαι (θεό) 6. προτρέπω, διατάσσω 7. αποκαλώ, ονομάζω 8. εγκωμιάζω 9.… …   Dictionary of Greek

  • αναύδητος — ἀναύδητος, ον (Α) [αυδώ] 1. εκείνος που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να λεχθεί 2. άφωνος, άλαλος 3. ανήκουστος, ανέλπιστος, απροσδόκητος …   Dictionary of Greek

  • ανταυδώ — ἀνταυδῶ ( άω) (Α) [αυδώ] απευθύνομαι σε κάποιον κατά πρόσωπο, αντιμιλώ …   Dictionary of Greek

  • απαυδώ — (AM ἀπαυδῶ, άω) 1. δεν μπορώ πια να μιλήσω 2. κουράζομαι, εξαντλούμαι αρχ. 1. απαγορεύω 2. αρνούμαι 3. παρουσιάζω έλλειψη 4. εξαντλούμαι, λιποθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αυδώ < αυδή «ομιλία, λαλιά»] …   Dictionary of Greek

  • αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… …   Dictionary of Greek

  • εξαυδώ — ἐξαυδῶ, άω (Α) [αυδώ] λέω καθαρά, ξεστομίζω («ἐξαύδα, μὴ κεῡθε νόῳ», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • επαυδώ — ἐπαυδῶ, άω (Α) 1. μέσ. ἐπαυδῶμαι επικαλούμαι κάποιον 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπηύδων ἐπεφώνουν» 3. (κατά τη Σούδα) «ἐπαυδῆσαι ἐπειπεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αυδώ «μιλώ, φωνάζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταυδώ — καταυδῶ, άω, (Α) μιλώ φανερά, φανερώνω δημόσια κάτι, κηρύσσω («οἴμοι, καταύδα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐδῶ «ομιλώ» (< αὐδή «φωνή»)] …   Dictionary of Greek

  • μεταυδώ — μεταυδῶ, άω (Α) 1. αποτείνω τον λόγο σε κάποιον, προσφωνώ κάποιον, μιλώ με κάποιον («ἔπεα Τρώεσσι μετηύδα», Ομ. Ιλ.) 2. (μτγν. με αιτ. προσ.) απαντώ σε κάποιον, αποκρίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐδῶ «ομιλώ» (< αὐδή «φωνή»)] …   Dictionary of Greek

  • παραυδώ — άω, Α (ποιητ. τ.) 1. μιλώ παρηγορητικά, λέγω παρηγορητικούς λόγους, παρηγορώ, ενθαρρύνω («μύθοις ἀγανοῑσι πααυδήσας», Ομ. Οδ.) 2. προσπαθώ να πείσω κάποιον να πράξει κάτι, συμβουλεύω («μὴ ταῡτα παραύδα», Ομ. Οδ.) 3. παρουσιάζω, παριστάνω κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”