αυδώ — αὐδῶ ( άω) (Α) [αυδή] 1. προσφέρω φθόγγους, αρθρώνω, μιλώ 2. φωνάζω, κραυγάζω 3. (για χρησμούς) προφητεύω, χρησμοδοτώ 4. λέγω κάτι σε κάποιον, απευθύνομαι, προσφωνώ 5. επικαλούμαι (θεό) 6. προτρέπω, διατάσσω 7. αποκαλώ, ονομάζω 8. εγκωμιάζω 9.… … Dictionary of Greek
αναύδητος — ἀναύδητος, ον (Α) [αυδώ] 1. εκείνος που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να λεχθεί 2. άφωνος, άλαλος 3. ανήκουστος, ανέλπιστος, απροσδόκητος … Dictionary of Greek
ανταυδώ — ἀνταυδῶ ( άω) (Α) [αυδώ] απευθύνομαι σε κάποιον κατά πρόσωπο, αντιμιλώ … Dictionary of Greek
απαυδώ — (AM ἀπαυδῶ, άω) 1. δεν μπορώ πια να μιλήσω 2. κουράζομαι, εξαντλούμαι αρχ. 1. απαγορεύω 2. αρνούμαι 3. παρουσιάζω έλλειψη 4. εξαντλούμαι, λιποθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αυδώ < αυδή «ομιλία, λαλιά»] … Dictionary of Greek
αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… … Dictionary of Greek
εξαυδώ — ἐξαυδῶ, άω (Α) [αυδώ] λέω καθαρά, ξεστομίζω («ἐξαύδα, μὴ κεῡθε νόῳ», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
επαυδώ — ἐπαυδῶ, άω (Α) 1. μέσ. ἐπαυδῶμαι επικαλούμαι κάποιον 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπηύδων ἐπεφώνουν» 3. (κατά τη Σούδα) «ἐπαυδῆσαι ἐπειπεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αυδώ «μιλώ, φωνάζω»] … Dictionary of Greek
καταυδώ — καταυδῶ, άω, (Α) μιλώ φανερά, φανερώνω δημόσια κάτι, κηρύσσω («οἴμοι, καταύδα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐδῶ «ομιλώ» (< αὐδή «φωνή»)] … Dictionary of Greek
μεταυδώ — μεταυδῶ, άω (Α) 1. αποτείνω τον λόγο σε κάποιον, προσφωνώ κάποιον, μιλώ με κάποιον («ἔπεα Τρώεσσι μετηύδα», Ομ. Ιλ.) 2. (μτγν. με αιτ. προσ.) απαντώ σε κάποιον, αποκρίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐδῶ «ομιλώ» (< αὐδή «φωνή»)] … Dictionary of Greek
παραυδώ — άω, Α (ποιητ. τ.) 1. μιλώ παρηγορητικά, λέγω παρηγορητικούς λόγους, παρηγορώ, ενθαρρύνω («μύθοις ἀγανοῑσι πααυδήσας», Ομ. Οδ.) 2. προσπαθώ να πείσω κάποιον να πράξει κάτι, συμβουλεύω («μὴ ταῡτα παραύδα», Ομ. Οδ.) 3. παρουσιάζω, παριστάνω κάτι… … Dictionary of Greek